ξαναβλέπω

ξαναβλέπω
1. βλέπω κάποιον ξανά
2. επανακτώ την όρασή μου
3. σκέπτομαι κάτι ξανά, εξετάζω κάτι για δεύτερη φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξαναβλέπω — ξαναείδα, βλέπω ξανά, άλλη μια φορά: Θα φύγω και δε θα με ξαναδείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Pythagoras Papastamatiou — (Greek: Πυθαγόρας Παπασταματίου, 1930 November 15, 1979) which was known by the name Pythagoras was a Greek writer, scenariographer and a theatrical writer. Biography He was born in 1930 in Agrinio where he lived until when he was 18. His family… …   Wikipedia

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • επαναβλέπω — βλέπω πάλι, ξαναβλέπω, αποκτώ και πάλι τη χαμένη όρασή μου …   Dictionary of Greek

  • μεταβλέπω — (ΑM) προσβλέπω, προσέχω ή κοιτάζω κάτι μσν. ξαναβλέπω αρχ. στρέφω το βλέμμα μου από ένα σημείο σε άλλο …   Dictionary of Greek

  • ρεβύ — η, Ν ελαφρό θεατρικό έργο με σκετς που σατιρίζουν την επικαιρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revue «αναθεώρηση» (< γαλλ. revoir «ξαναβλέπω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”